- τειχοποιία
- η, ΝΜΑ [τειχοποιός]οικοδόμηση τειχών ή οχυρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τειχοποιία — τειχοποιίᾱ , τειχοποιία building of walls fem nom/voc/acc dual τειχοποιίᾱ , τειχοποιία building of walls fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοποιίᾳ — τειχοποιίᾱͅ , τειχοποιία building of walls fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοποιίας — τειχοποιίᾱς , τειχοποιία building of walls fem acc pl τειχοποιίᾱς , τειχοποιία building of walls fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοποιίαν — τειχοποιίᾱν , τειχοποιία building of walls fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοττοιία, η — τειχοποιία, η χτίσιμο τείχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τειχοποιίαις — τειχοποιία building of walls fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… … Dictionary of Greek
τειχοποιϊκός — και τειχοποϊκός, ή, όν, Α [τειχοποιός] 1. αυτός που αναφέρεται στην τειχοποιία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τειχοποιϊκά φόρος για τη συντήρηση και την επισκευή τών τειχών … Dictionary of Greek
τοιχοποιία — η, ΝΑ [τοιχοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία 2. λιθοδομή 3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου αρχ. (εσφ. γρφ.) τειχοποιία … Dictionary of Greek
ՊԱՐՍՊԱՇԻՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0641 Chronological Sequence: 6c գ. τειχοδομία, τειχοποιΐα muri exstructio. Կառուցումն պարսպի. *Պարսպաշինութիւն՝ ասէ՝ յոգնագոյն ծախ ընչից գործէ. Պիտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)